- παρανθεῖν
- παρανθέωbloom partiallypres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρανθώ — έω, Α [ανθώ] (για φυτά που παράγουν άνθη κατά διαδοχή) ανθίζω μερικώς («συμβαίνει δὲ καὶ παρανθεῑν αὐτοῡ μέρος ἄλλο καὶ ἄλλο», Θεόφρ.) 2. ανθίζω κοντά 3. μτφ. παρακμάζω («σφαλερά ή πάροινος ελευθερία παρανθεῑν δυναμένη», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek